- ἐκκλησιάζει
- ἐκκλησιάζωhold an assemblypres ind mp 2nd sgἐκκλησιάζωhold an assemblypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκλησιάζω — εκκλησίασα, εκκλησιάστηκα, μτβ. 1. οδηγώ κάποιον στο ναό για παρακολούθηση της θείας λειτουργίας: Εκκλησιάζει τα παιδιά του συχνά. 2. το μέσ., εκκλησιάζομαι πηγαίνω στο ναό και παρακολουθώ τη θεία λειτουργία και γενικά παρακολουθώ όλες τις ιερές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ГАНГРСКИЙ СОБОР — Поместный Собор древней Церкви, созванный в Ганграх (греч. Γάγγραι; пров. Пафлагония, диоцез Понт) в IV в. Причиной созыва Собора стали нестроения в церковной жизни, вызванные деятельностью нек рых аскетических общин, находившихся под влиянием… … Православная энциклопедия